πρόχειλος

πρόχειλος
-η, -ο / πρόχειλος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει προχειλία, που τα χείλη του προεξέχουν, ο χειλάς («προχείλους καὶ πλατύρρινας γεννᾱσθαι», Στράβ.)
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πρόχειλα
τα προεξέχοντα σημεία τών χειλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -χειλος (< χεῖλος), πρβλ. ισό-χειλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρόχειλος — with prominent lips masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχειλότερον — πρόχειλος with prominent lips adverbial comp πρόχειλος with prominent lips masc acc comp sg πρόχειλος with prominent lips neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόχειλον — πρόχειλος with prominent lips masc/fem acc sg πρόχειλος with prominent lips neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχείλους — πρόχειλος with prominent lips masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόχειλα — πρόχειλος with prominent lips neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχειλής — ές, Α ο πρόχειλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χειλής (< χεῖλος), πρβλ. επι χειλής] …   Dictionary of Greek

  • προχειλία — η, Ν [πρόχειλος] (ανθρωπολ. ιατρ.) η προβολή τών χειλιών που συνοδεύει συνήθως την παχυχειλία και τον προγναθισμό, γνώρισμα τών νεγροειδών και μερικών μογγολικών φυλών, ή παθολογική δυσμορφία σε άτομα τής λευκής φυλής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”